- ορθόπους
- ὀρθόπους, -ουν (Α)1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθόπους — upright on their feet masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόποδα — ὀρθόπους upright on their feet neut nom/voc/acc pl ὀρθόπους upright on their feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοπόδων — ὀρθόπους upright on their feet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόποδες — ὀρθόπους upright on their feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόποδος — ὀρθόπους upright on their feet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοποδώ — (ΑΜ ὀρθοποδῶ, έω) [ορθόπους] νεοελλ. 1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι 2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ μσν. αρχ. βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός αρχ. μτφ. ακολουθώ τον… … Dictionary of Greek
ορθοπόδης — ὀρθοπόδης, ὁ (Α) ὀρθόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. βλαισο πόδης] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek